Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

η τριμηνία

  • 1 квартал

    квартал м 1) (часть города) το τετράγωνο 2) (четверть года) η τριμηνία, το τρίμηνο
    * * *
    м
    1) ( часть города) το τετράγωνο
    2) ( четверть года) η τριμηνία, το τρίμηνο

    Русско-греческий словарь > квартал

  • 2 квартал

    квартал
    м
    1. (часть города) ἡ συνοικία, ἡ γειτονιά·
    2. (четверть года) τό τρίμηνο, ἡ τριμηνία:
    по\кварталам τριμηνιαίος, κατά τριμηνίαν.

    Русско-новогреческий словарь > квартал

  • 3 quarter

    ['kwo:tə] 1. noun
    1) (one of four equal parts of something which together form the whole (amount) of the thing: There are four of us, so we'll cut the cake into quarters; It's (a) quarter past / (American) after four; In the first quarter of the year his firm made a profit; The shop is about a quarter of a mile away; an hour and a quarter; two and a quarter hours.) τέταρτο
    2) (in the United States and Canada, (a coin worth) twenty-five cents, the fourth part of a dollar.) κέρμα 25 σεντς, ένα τέταρτο του δολαρίου
    3) (a district or part of a town especially where a particular group of people live: He lives in the Polish quarter of the town.) συνοικία
    4) (a direction: People were coming at me from all quarters.) πλευρά, σημείο
    5) (mercy shown to an enemy.) έλεος (σε ηττημένο εχθρό)
    6) (the leg of a usually large animal, or a joint of meat which includes a leg: a quarter of beef; a bull's hindquarters.) τέταρτο σφαγίου
    7) (the shape of the moon at the end of the first and third weeks of its cycle; the first or fourth week of the cycle itself.) τέταρτο σελήνης
    8) (one of four equal periods of play in some games.) τέταρτο παιχνιδιού
    9) (a period of study at a college etc usually 10 to 12 weeks in length.) τρίμηνο, τριμηνία
    2. verb
    1) (to cut into four equal parts: We'll quarter the cake and then we'll all have an equal share.) κόβω στα τέσσερα
    2) (to divide by four: If we each do the work at the same time, we could quarter the time it would take to finish the job.) διαιρώ δια τέσσερα
    3) (to give (especially a soldier) somewhere to stay: The soldiers were quartered all over the town.) παρέχω κατάλυμα, στρατωνίζω
    3. adverb
    (once every three months: We pay our electricity bill quarterly.) ανά τρίμηνο
    4. noun
    (a magazine etc which is published once every three months.) τριμηνιαίο περιοδικό
    - quarter-deck
    - quarter-final
    - quarter-finalist
    - quartermaster
    - at close quarters

    English-Greek dictionary > quarter

  • 4 квартал

    α.
    1. τρίμηνο, τριμηνία.
    2. συνοικία, γειτονιά• τετράγωνο.
    3. παλ. αστυνομικό τμήμα.
    4. τετράγωνο (δάσους, αμπελώνα κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > квартал

  • 5 пшеница

    θ.
    σιτάρι, σίτος: озимая σιτάρι φθινοπωρινής σποράς•

    яровая пшеница σιτάρι ανοιξιάτικης σποράς (διμήνια, τριμηνία).

    Большой русско-греческий словарь > пшеница

См. также в других словарях:

  • τριμηνία — η 1. χρονικό διάστημα τριών μηνών, το τρίμηνο. 2. μίσθωμα ή αμοιβή που αντιστοιχεί σε μία τριμηνία: Έδωσα προκαταβολή μιατριμηνία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τριμηνία — η, ΝΑ [τρίμηνος] χρονική περίοδος τριών μηνών νεοελλ. μίσθωμα ή αμοιβή που δίνεται για διάστημα τριών μηνών …   Dictionary of Greek

  • τρίμηνος — η, ο / τρίμηνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που αποτελείται από τρεις μήνες 2. αυτός που διαρκεί τρεις μήνες («τρίμηνη προθεσμία») 3. αυτός που έχει ηλικία τριών μηνών 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίμηνο(ν) χρονική περίοδος τριών μηνών, τριμηνία αρχ. 1. το θηλ.… …   Dictionary of Greek

  • τρίμηνος — η, ο 1. αυτός που διαρκεί τρεις μήνες, που αποτελείται από τρεις μήνες: Τρίμηνη άδεια. 2. αυτός που γίνεται στην τριμηνία: Τρίμηνη επιθεώρηση. 3. το ουδ. ως ουσ., τρίμηνο, το η τριμηνία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… …   Dictionary of Greek

  • triminie — triminíe, triminíi, s.f. (înv.) trimestru. Trimis de blaurb, 15.03.2007. Sursa: DAR  triminíe ( íi), s.f. – Trimestru. ngr. τριμηνία (Tiktin). sec. XIX, înv. Trimis de blaurb, 02.04.2009. Sursa: DER …   Dicționar Român

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»